πύξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πύξ < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασίαπύξ
- με γροθιά, με πυγμή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 206 (στίχοι 204-207)
- τῶν δ᾽ ἄλλων ὅτινα κραδίη θυμός τε κελεύει, | δεῦρ᾽ ἄγε πειρηθήτω, ἐπεί μ᾽ ἐχολώσατε λίην, | ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, οὔ τι μεγαίρω, | πάντων Φαιήκων πλήν γ᾽ αὐτοῦ Λαοδάμαντος.
- Αν κάποιος θαρραλέος θέλει, που να το λέει κι η καρδιά του, | ας παραβγεί μαζί μου σε οτιδήποτε—αλήθεια μ᾽ έχετε χολώσει αφάνταστα· | στην πυγμαχία, στην πάλη, ακόμη και στο τρέξιμο. | Δεν θ᾽ αρνηθώ, και προκαλώ τους Φαίακες όλους, μόνο τον Λαοδάμαντα εξαιρώ,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τῶν δ᾽ ἄλλων ὅτινα κραδίη θυμός τε κελεύει, | δεῦρ᾽ ἄγε πειρηθήτω, ἐπεί μ᾽ ἐχολώσατε λίην, | ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, οὔ τι μεγαίρω, | πάντων Φαιήκων πλήν γ᾽ αὐτοῦ Λαοδάμαντος.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 302 (301-302)
- οἵ γε μὲν ἐτράπεον, τοὶ δ᾽ ἤρυον. οἳ δὲ μάχοντο | πύξ τε καὶ ἑλκηδόν·
- Άλλοι τα πάταγαν κι άλλοι το γλεύκος τράβαγαν. Άλλοι αγωνίζονταν | με γροθιές και με τραβήγματα.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἵ γε μὲν ἐτράπεον, τοὶ δ᾽ ἤρυον. οἳ δὲ μάχοντο | πύξ τε καὶ ἑλκηδόν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 206 (στίχοι 204-207)
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη πυκτεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπύξ, πυγός θηλυκό, άλλη μορφή του πυγή
Πηγές
επεξεργασία- πύξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πύξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.