Ετυμολογία

επεξεργασία
πυκτεύω < πύκτης + -εύω

πυκτεύω

  1. πυγμαχώ
  2. χτυπώ με μπουνιές
  3. (κατ’ επέκταση) μάχομαι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πύξ