Δείτε επίσης: πυγμαχῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυγμαχώ < αρχαία ελληνική πυγμαχέω / πυγμαχῶ < πυγμάχος < πυγμή + μάχη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piɣ.maˈxo/

  Ρήμα επεξεργασία

πυγμαχώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία