↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυγμαχικός η πυγμαχική το πυγμαχικό
      γενική του πυγμαχικού της πυγμαχικής του πυγμαχικού
    αιτιατική τον πυγμαχικό την πυγμαχική το πυγμαχικό
     κλητική πυγμαχικέ πυγμαχική πυγμαχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυγμαχικοί οι πυγμαχικές τα πυγμαχικά
      γενική των πυγμαχικών των πυγμαχικών των πυγμαχικών
    αιτιατική τους πυγμαχικούς τις πυγμαχικές τα πυγμαχικά
     κλητική πυγμαχικοί πυγμαχικές πυγμαχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυγμαχικός < πυγμαχία / πυγμάχος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πυγμαχικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία