ενικός         πληθυντικός  
boxer boxers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
boxer < box + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

boxer (en)

  1. (αθλητισμός) ο πυγμάχος, ο μποξέρ
    ⮡  That boxer hits hard.
    Αυτός ο πυγμάχος χτυπάει σκληρά.
  2. μποξέρ, ράτσα σκυλιών



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/
 

boxer (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία