ενικός         πληθυντικός  
boxer boxers

Ετυμολογία

επεξεργασία
boxer < box + -er

Ουσιαστικό

επεξεργασία

boxer (en)

  1. (αθλητισμός) ο πυγμάχος, ο μποξέρ
      That boxer hits hard.
    Αυτός ο πυγμάχος χτυπάει σκληρά.
  2. μποξέρ, ράτσα σκυλιών