boxer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
boxer | boxers |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
boxer (en)
- (αθλητισμός) ο πυγμάχος, ο μποξέρ
- ⮡ That boxer hits hard.
- Αυτός ο πυγμάχος χτυπάει σκληρά.
- ⮡ That boxer hits hard.
- μποξέρ, ράτσα σκυλιών