γρονθοκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γρονθοκοπώ < ελληνιστική κοινή γρονθοκοπῶ < γρόνθος + -κοπῶ
Ρήμα
επεξεργασίαγρονθοκοπώ (παθητική φωνή: γρονθοκοπιέμαι / γρονθοκοπούμαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γρονθοκοπάω - γρονθοκοπώ | γρονθοκοπούσα | θα γρονθοκοπάω - γρονθοκοπώ | να γρονθοκοπάω - γρονθοκοπώ | γρονθοκοπώντας | |
β' ενικ. | γρονθοκοπάς | γρονθοκοπούσες | θα γρονθοκοπάς | να γρονθοκοπάς | γρονθοκόπα - γρονθοκόπαγε | |
γ' ενικ. | γρονθοκοπάει - γρονθοκοπά | γρονθοκοπούσε | θα γρονθοκοπάει - γρονθοκοπά | να γρονθοκοπάει - γρονθοκοπά | ||
α' πληθ. | γρονθοκοπάμε - γρονθοκοπούμε | γρονθοκοπούσαμε | θα γρονθοκοπάμε - γρονθοκοπούμε | να γρονθοκοπάμε - γρονθοκοπούμε | ||
β' πληθ. | γρονθοκοπάτε | γρονθοκοπούσατε | θα γρονθοκοπάτε | να γρονθοκοπάτε | γρονθοκοπάτε | |
γ' πληθ. | γρονθοκοπάν(ε) - γρονθοκοπούν(ε) | γρονθοκοπούσαν(ε) | θα γρονθοκοπάν(ε) - γρονθοκοπούν(ε) | να γρονθοκοπάν(ε) - γρονθοκοπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γρονθοκόπησα | θα γρονθοκοπήσω | να γρονθοκοπήσω | γρονθοκοπήσει | ||
β' ενικ. | γρονθοκόπησες | θα γρονθοκοπήσεις | να γρονθοκοπήσεις | γρονθοκόπα - γρονθοκόπησε | ||
γ' ενικ. | γρονθοκόπησε | θα γρονθοκοπήσει | να γρονθοκοπήσει | |||
α' πληθ. | γρονθοκοπήσαμε | θα γρονθοκοπήσουμε | να γρονθοκοπήσουμε | |||
β' πληθ. | γρονθοκοπήσατε | θα γρονθοκοπήσετε | να γρονθοκοπήσετε | γρονθοκοπήστε | ||
γ' πληθ. | γρονθοκόπησαν γρονθοκοπήσαν(ε) |
θα γρονθοκοπήσουν(ε) | να γρονθοκοπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γρονθοκοπήσει | είχα γρονθοκοπήσει | θα έχω γρονθοκοπήσει | να έχω γρονθοκοπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γρονθοκοπήσει | είχες γρονθοκοπήσει | θα έχεις γρονθοκοπήσει | να έχεις γρονθοκοπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει γρονθοκοπήσει | είχε γρονθοκοπήσει | θα έχει γρονθοκοπήσει | να έχει γρονθοκοπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γρονθοκοπήσει | είχαμε γρονθοκοπήσει | θα έχουμε γρονθοκοπήσει | να έχουμε γρονθοκοπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γρονθοκοπήσει | είχατε γρονθοκοπήσει | θα έχετε γρονθοκοπήσει | να έχετε γρονθοκοπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γρονθοκοπήσει | είχαν γρονθοκοπήσει | θα έχουν γρονθοκοπήσει | να έχουν γρονθοκοπήσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασία- γρονθοκόπημα
- γρονθοκοπημένος
- → δείτε τις λέξεις γρόνθος, -κοπώ και κόβω