Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρονθοκοπώ < ελληνιστική κοινή γρονθοκοπῶ < γρόνθος + -κοπῶ

  Ρήμα επεξεργασία

γρονθοκοπώ (παθητική φωνή: γρονθοκοπιέμαι / γρονθοκοπούμαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία