Δείτε επίσης: πηγή

  Ετυμολογία

επεξεργασία
*πυγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυγή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /piˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐γή
ομόηχο: πηγή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

*πυγή θηλυκό χωρίς χρήση στα νέα ελληνικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυγή αἱ πυγαί
      γενική τῆς πυγῆς τῶν πυγῶν
      δοτική τῇ πυγ ταῖς πυγαῖς
    αιτιατική τὴν πυγήν
πῦγα
τὰς πυγᾱ́ς
     κλητική ! πυγή πυγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πυγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυγή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pouga. Συγγενή: λατινική puga, παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική паѹга (pauga), пѫга (pǫga)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πῡγή θηλυκό

  1. οπίσθια
  2. ουρά
  3. εύφορος αγρός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία