↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεατοπυγικός η στεατοπυγική το στεατοπυγικό
      γενική του στεατοπυγικού της στεατοπυγικής του στεατοπυγικού
    αιτιατική τον στεατοπυγικό τη στεατοπυγική το στεατοπυγικό
     κλητική στεατοπυγικέ στεατοπυγική στεατοπυγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεατοπυγικοί οι στεατοπυγικές τα στεατοπυγικά
      γενική των στεατοπυγικών των στεατοπυγικών των στεατοπυγικών
    αιτιατική τους στεατοπυγικούς τις στεατοπυγικές τα στεατοπυγικά
     κλητική στεατοπυγικοί στεατοπυγικές στεατοπυγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στεατοπυγικός < στεατοπυγία + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ste.a.to.pi.ʝiˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

στεατοπυγικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία