στεατοπυγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεατοπυγικός < στεατοπυγία + -ικός
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαστεατοπυγικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την στεατοπυγία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία στεατοπυγικός
|