πυγά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαδωρική κλίση | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἁ | πυγᾱ́ | ταὶ | πυγαί | ||||
γενική | τᾶς | πυγᾶς | τᾶν | πυγᾶν | ||||
δοτική | τᾷ | πυγᾷ | ταῖς | πυγαῖς | ||||
αιτιατική | τὰν | πυγᾱ́ν & πῦγα |
τὰς | πυγᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | πυγᾱ́ | πυγαί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὰ | πυγᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | ταῖν | πυγαῖν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ἀρετά' όπως «ἀρετά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυγά, -ᾶς θηλυκό
- δωρικός και λακωνικός τύπος του πυγή, ο πισινός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 81 (81-82)
- [μιλά η Λαμπιτώ] μάλα γ᾽ οἰῶ ναὶ τὼ σιώ·
γυμνάδδομαι γὰρ καὶ ποτὶ πυγὰν ἅλλομαι.- Και ναι, μά το ζευγάρι των Διοσκούρων![θεών]
Γυμνάζομαι πολύ κι άμα πηδάω, οι φτέρνες μου χτυπάν στον πισινό μου.- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- Και ναι, μά το ζευγάρι των Διοσκούρων![θεών]
- [μιλά η Λαμπιτώ] μάλα γ᾽ οἰῶ ναὶ τὼ σιώ·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 81 (81-82)
Πηγές
επεξεργασία- πυγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.