δωρική κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυγᾱ́ ταὶ πυγαί
      γενική τᾶς πυγᾶς τᾶν πυγᾶν
      δοτική τᾷ πυγ ταῖς πυγαῖς
    αιτιατική τὰν πυγᾱ́ν
πῦγα
τὰς πυγᾱ́ς
     κλητική ! πυγᾱ́ πυγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὰ  πυγᾱ́
γεν-δοτ ταῖν  πυγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ἀρετά' όπως «ἀρετά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυγά, -ᾶς θηλυκό