πυγίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπυγίζω
- κάνω πρωκτική συνουσία
- ※ πυγίζω πάντες τού<τους> οἵ ἐπὶ τοῦ τοίχου γράφουσι
- γαμώ όλους που γράφουν στον τοίχο
- (από επιγραφή: Jeremy F. Hultin, The Ethics of Obscene Speech in Early Christianity and Its Environment, Brill, 2008, σελ. 24)
- ※ εἰ σπόδρ᾽ ἐπιτυμεῖς τὴ γέροντο πύγισο, τὴ σανίδο τρήσας ἐξόπιστο πρώκτισον.
- αν σφόδρα επιθυμείς τη γερόντισσα, γάμησέ την, αφού τρυπήσεις τη σανίδα, από πίσω, από τον πρωκτό, πάρε την
- (σημείωση στη μετάφραση: Μιλά ο Τοξότης, που είναι Σκύθας και μιλά με παρεφθαρμένα ελληνικά. Το ορθό είναι «εἰ σφόδρ᾽ ἐπιθυμεῖς» ... . Επιπλέον, η αναφορά στη σανίδα γίνεται γιατί έχει προηγηθεί συζήτηση όπου ο Σκύθας βλέπει ότι δεν είναι γερόντισσα, γυναίκα, αλλά άνδρας, με οπίσθια επίπεδα σαν σανίδα)
- (Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι, στίχος 1124)
- ※ πυγίζω πάντες τού<τους> οἵ ἐπὶ τοῦ τοίχου γράφουσι
Κλίση
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πυγίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.