καλλίπυγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλλίπυγος < ελληνιστική κοινή καλλίπυγος < καλλί- + πυγ(ή) (οπίσθια) + -ος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈli.pi.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐λί‐πυ‐γος
Επίθετο
επεξεργασίακαλλίπυγος, -ος/-η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που έχει ωραία οπίσθια
- ※ Μὴ στοὺς ματαίους στολισμοὺς τὰ μάτια σου καρφῶσῃς, / μήτε καὶ σὺ καλλίπυγος κορδακισμοὺς νὰ θέλῃς, / μήτε ποτὲ τὸν σύζυγον νὰ τὸν μεταμορφώσῃς / στὸν πολυπόθητον κριὸν τοῦ Φρίξου καὶ τῆς Ἕλλης. (Γεώργιος Σουρής, Ο Φασουλής φιλόσοφος, Μέρος Δ')
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | καλλίπυγος | τὸ | καλλίπυγον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | καλλιπύγου | τοῦ | καλλιπύγου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | καλλιπύγῳ | τῷ | καλλιπύγῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | καλλίπυγον | τὸ | καλλίπυγον | ||
κλητική ὦ! | καλλίπυγε | καλλίπυγον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | καλλίπυγοι | τὰ | καλλίπυγᾰ | ||
γενική | τῶν | καλλιπύγων | τῶν | καλλιπύγων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | καλλιπύγοις | τοῖς | καλλιπύγοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | καλλιπύγους | τὰ | καλλίπυγᾰ | ||
κλητική ὦ! | καλλίπυγοι | καλλίπυγᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλλιπύγω | τὼ | καλλιπύγω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλλιπύγοιν | τοῖν | καλλιπύγοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλλίπυγος < καλλί- + αρχαία ελληνική πυγ(ή) (οπίσθια) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίακαλλίπυγος, -ος, -ον
- που έχει ωραίος γλουτούς, (προσωνυμία) της Αφροδίτης
Πηγές
επεξεργασία- καλλίπυγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.