Ετυμολογία

επεξεργασία
callipyge < αρχαία ελληνική καλλίπυγος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.li.piʒ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
callipyge callipyges

callipyge (fr)

Αντώνυμα

επεξεργασία