αγρός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αγρός | οι | αγροί |
γενική | του | αγρού | των | αγρών |
αιτιατική | τον | αγρό | τους | αγρούς |
κλητική | αγρέ | αγροί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγρός < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἀγρός[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éǵros[2] → δείτε τη λέξη ἀγρός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈɣɾοs/
- συλλαβισμός : α‐γρός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγρός αρσενικό
- έκταση γης που καλλιεργείται
- (στον πληθυντικό) αγροί: περιοχή όπου βρίσκονται χωράφια
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ελευθερίαν, στροφή 51.
- Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ' αὐτούς.
- Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ελευθερίαν, στροφή 51.
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- αγρός αίματος ή αγρός κεραμέως: ό,τι αγοράζεται με χρήματα που αποκτήθηκαν με άνομες ενέργειες ή συναλλαγές
- Οι φράσεις προέρχονται από την Καινή Διαθήκη: με τα τριάκοντα αργύρια που επέστρεψε ο Ιούδας στους αρχιερείς, όταν μετανόησε για την προδοσία του Ιησού, αγοράστηκε, για να θάβονται εκεί οι εγκληματίες, το χωράφι ενός κεραμοποιού, που στο εξής ονομαζόταν "αγρός αίματος" (από το αίμα της προδοσίας του Ιησού) ή "αγρός κεραμέως" (διότι ανήκε σε κεραμοποιό).
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- αγρονόμος
- αγροτεμάχιο
- αγροικία
- αγρόκτημα
- αγρομίσθωση
- αγροτεμάχιο
- αγροτουρισμός, αγροτοτουρισμός
- αγροφύλακας
- αγροκαλλιέργεια
- αγροχημικός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγρός
|
|
αγρός αίματος / αγρός κεραμέως
|
Επεξεργασία
- ↑ «αγρός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Πρότυπο:Π:Μπαμπινιώτης