Δείτε επίσης: Pole, pôle

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pole poles

pole (en)

  • το κοντάρι, ο πάσσαλος, ο στύλος, η κολόνα
    παράδειγμα  Pole vaulting now uses plastic poles.
    Στο άλμα επί κοντώ χρησιμοποιούνται τώρα πλαστικά κοντάρια.
    παράδειγμα  I supported the plants with poles.
    Στήριξα τα φυτά με πασσάλους.
    παράδειγμα  a tent/telephone pole - στύλος τέντας/τηλεφώνου
    παράδειγμα  lamp poles - κολόνες φώτων

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pole poles

pole (en)

  1. (γεωγραφία) ο πόλος
    παράδειγμα  the North/South Pole - ο βόρειος/νότιος Πόλος
  2. (φυσική) ο πόλος
    παράδειγμα  magnetic poles - μαγνητικοί πόλοι
    παράδειγμα  positive/negative pole - θετικός/αρνητικός πόλος



Ουσιαστικό

επεξεργασία

pole (sk) ουδέτερο



Ουσιαστικό

επεξεργασία

pole (cs) ουδέτερο