pole
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pole | poles |
pole (en)
- το κοντάρι, ο πάσσαλος, ο στύλος, η κολόνα
Pole vaulting now uses plastic poles.
- Στο άλμα επί κοντώ χρησιμοποιούνται τώρα πλαστικά κοντάρια.
I supported the plants with poles.
- Στήριξα τα φυτά με πασσάλους.
a tent/telephone pole - στύλος τέντας/τηλεφώνου
lamp poles - κολόνες φώτων
Σύνθετα
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- pole - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 671, 721, 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: πάσσαλος, πόλος, στύλος