εμβαδόν
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εμβαδόν | τα | εμβαδά |
γενική | του | εμβαδού | των | εμβαδών |
αιτιατική | το | εμβαδόν | τα | εμβαδά |
κλητική | εμβαδόν | εμβαδά | ||
όπως «εμβαδόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εμβαδόν < (λόγιο) ελληνιστική κοινή ἐμβαδόν < εμ- + αρχαία ελληνική ἐμβαίνω < ἐν + βαίνω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εμβαδόν ουδέτερο (& εμβαδό)
- (γεωμετρία) (μαθηματικά) η έκταση μιας επιφάνειας