• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εμβαδόν

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Παράγωγες λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμβαδόν τα εμβαδά
      γενική του εμβαδού των εμβαδών
    αιτιατική το εμβαδόν τα εμβαδά
     κλητική εμβαδόν εμβαδά
όπως «εμβαδόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εμβαδόν < (λόγιο) ελληνιστική κοινή ἐμβαδόν < εμ- + αρχαία ελληνική ἐμβαίνω < ἐν + βαίνω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εμβαδόν ουδέτερο (& εμβαδό)

  • (γεωμετρία) (μαθηματικά) η έκταση μιας επιφάνειας

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  • εμβαδόμετρο
  • εμβαδομέτρηση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εμβαδόν
  • αγγλικά : area (en)
  • γαλλικά : aire (fr)
  • ισπανικά : superficie (es), área (es)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εμβαδόν&oldid=4659889"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Ιουνίου 2020, στις 12:04

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Ιουνίου 2020, στις 12:04.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie