Δείτε επίσης: ἐμβαδόν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμβαδόν τα εμβαδά
      γενική του εμβαδού των εμβαδών
    αιτιατική το εμβαδόν τα εμβαδά
     κλητική εμβαδόν εμβαδά
Κατηγορία όπως «εμβαδόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβαδόν < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμβαδόν < εμ- + αρχαία ελληνική ἐμβαίνω < ἐν + βαίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɱ.vaˈðon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐βα‐δόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμβαδόν ουδέτερο (& εμβαδό)

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία