Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

area < (άμεσο δάνειο) λατινική area

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɛə̯ɹɪə̯/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
area areas

area (en)

  1. περιοχή
  2. έκταση, εμβαδόν, ο χώρος, οποιαδήποτε τρισδιάστατη έκταση
    I love open areas.
    Αγαπώ τους ανοιχτούς χώρους.
     συνώνυμα: space