εμβαδόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εμβαδόμετρο | τα | εμβαδόμετρα |
γενική | του | εμβαδόμετρου & εμβαδομέτρου |
των | εμβαδόμετρων & εμβαδομέτρων |
αιτιατική | το | εμβαδόμετρο | τα | εμβαδόμετρα |
κλητική | εμβαδόμετρο | εμβαδόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμβαδόμετρο ουδέτερο
- όργανο με το οποίο μετριέται το εμβαδό μιας επιφάνειας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμβαδόμετρο
|