εμβαδό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εμβαδό | τα | εμβαδά |
γενική | του | εμβαδού | των | εμβαδών |
αιτιατική | το | εμβαδό | τα | εμβαδά |
κλητική | εμβαδό | εμβαδά | ||
Δείτε και την κλίση στο εμβαδόν. | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμβαδό ουδέτερο
- άλλη μορφή του εμβαδόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμβαδό
|