αγρομίσθωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγρομίσθωση | οι | αγρομισθώσεις |
γενική | της | αγρομίσθωσης* | των | αγρομισθώσεων |
αιτιατική | την | αγρομίσθωση | τις | αγρομισθώσεις |
κλητική | αγρομίσθωση | αγρομισθώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγρομισθώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγρομίσθωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγρομίσθωση
|