αγροτουρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγροτουρισμός αρσενικό
- μορφή ήπιου τουρισμού κατά την οποία οι επισκέπτες μένουν σε αγρόκτημα και συμμετέχουν σε αγροτικές εργασίες
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγροτουρισμός