τουρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τουρισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική tourisme < αγγλική tourism [1] < tour (περιοδεία) + -ism (-ισμός) < λατινική tornare < αρχαία ελληνική τόρνος (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tu.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : του‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίατουρισμός αρσενικό
- το ταξίδι στο εσωτερικό ή το εξωτερικό που έχει σκοπό την περιήγηση στα αξιοθέατα και την αναψυχή
- ο κλάδος της οικονομίας μιας χώρας που σχετίζεται με την παροχή υπηρεσιών σε επισκέπτες / ταξιδιώτες από το εξωτερικό ή το εσωτερικό
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιτουριστικός
- τουρίστας / τουρίστρια
- τουριστικά
- τουριστικός
- τουρ
- υπερτουρισμός
- → δείτε τη λέξη τόρνος
Σύνθετα
επεξεργασία- αγροτουρισμός
- αλητοτουρίστας
- αστροτουρισμός
- γεωτουρισμός
- θανατοτουρισμός
- οικοτουρισμός
- οινοτουρισμός
- σεξοτουρισμός
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- τουρισμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία τουρισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τουρισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας