Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστροτουρισμός οι αστροτουρισμοί
      γενική του αστροτουρισμού των αστροτουρισμών
    αιτιατική τον αστροτουρισμό τους αστροτουρισμούς
     κλητική αστροτουρισμέ αστροτουρισμοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστροτουρισμός < αστρο- + τουρισμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική astrotourism

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.stɾo.tu.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στρο‐του‐ρι‐σμός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

αστροτουρισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία