Δείτε επίσης: ἀστρο-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστρο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀστρο- < αρχαία ελληνική ἀστρο- < ἄστρον
αστρο- > σύγχρονοι επιστημονικοί όροι: λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία astro- (αγγλικά, γαλλικά) < λατινική astro- < αρχαία ελληνική ἄστρον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.stɾo/

  Πρόθημα επεξεργασία

αστρο-

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία