αστρολάβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστρολάβος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααστρολάβος αρσενικό
- όργανο που χρησίμευε παλιά στη ναυσιπλοΐα για τον προσδιορισμό του ύψους των αστεριών πάνω τον ορίζοντα
αστρολάβος αρσενικό