αστρολόγος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αστρολόγος < → λείπει η ετυμολογία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.stɾoˈlo.ɣos/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αστρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασχολείται με την αστρολογία
- ένας αστρολόγος μπορεί να προβλέψει το μέλλον σου στα αισθηματικά
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αστρολόγος