αστρολογία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αστρολογία < (ελληνιστική κοινή) ἀστρολογία (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀστρολογία (αστρονομία)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αστρολογία θηλυκό
- μεταφυσική ερμηνεία των κινήσεων των κοσμικών σωμάτων (πλανητών, αστερισμών, αστέρων, δορυφόρων, μετεωριτών κτλ.) και της υποτιθέμενης επίδρασής τους στη ζωή των ανθρώπων και στον καθορισμό του μέλλοντός τους
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αστρολογία