αστρονόμος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αστρονόμος < αρχαία ελληνική ἀστρονόμος < ἄστρον + νέμω. Συγχρονικά αναλύεται σε αστρο- + -νόμος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αστρονόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (αστρονομία, επάγγελμα) επιστήμονας που μελετά τα άστρα και τα υπόλοιπα ουράνια σώματα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις άστρο, νόμος και νέμω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αστρονόμος