τουρίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουρίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική turista + -ς < αγγλική tourist ή γαλλική touriste[1] < tour, γύρος, περιήγηση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tuˈɾi.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : του‐ρί‐στας
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουρίστας αρσενικό (θηλυκό τουρίστρια)
- αυτός που ταξιδεύει για ευχαρίστηση ή διακοπές κι όχι για δουλειά
- ※ Τα μεσημέρια είχε δουλειά μόνο τα καλοκαίρια που έρχονταν οι τουρίστες. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
- ο περιηγητής, ο ταξιδιώτης
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
αλλά και
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουρίστας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τουρίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας