tourist
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tourist | tourists |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtourist (en)
- ο τουρίστας/η τουρίστρια, τουριστικός
- ⮡ Tourists have loved Greece as a destination in the summer.
- Οι τουρίστες έχουν αγαπήσει την Ελλάδα σαν προορισμό το καλοκαίρι.
- ⮡ Greece has many tourist islands.
- Η Ελλάδα έχει πολλά τουριστικά νησιά.
- ⮡ Tourists have loved Greece as a destination in the summer.