τουρίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουρίστρια /tu.'ɾi.stɾia/ θηλυκό (πληθυντικός : τουρίστριες)
- η γυναίκα που ταξιδεύει για ευχαρίστηση ή διακοπές κι όχι για δουλειά
- η περιηγήτρια, η ταξιδεύτρια
Συνώνυμα επεξεργασία
αλλά και