πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περιηγητής οι περιηγητές
      γενική του περιηγητή των περιηγητών
    αιτιατική τον περιηγητή τους περιηγητές
     κλητική περιηγητή περιηγητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ɾi.i.ʝiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιηγητής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. περιηγητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «φυλλομετρητής», «διαφυλλιστής» από αναζήτηση «browser» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.