περιηγητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιηγητής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιηγητής[1] < αρχαία ελληνική περιηγέομαι/περιηγοῦμαι < ἡγέομαι/ἡγοῦμαι + -τής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾi.i.ʝiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐η‐γη‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριηγητής αρσενικό (θηλυκό: περιηγήτρια)
- αυτός που περιηγείται
- (πληροφορική) browser, web browser: το πρόγραμμα περιήγησης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη περιηγούμαι
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιηγητής
πληροφορική
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ περιηγητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «φυλλομετρητής», «διαφυλλιστής» από αναζήτηση «browser» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.