Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιηγητής αρχείων < → δείτε τις λέξεις περιηγητής και αρχείο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική file browser

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

  • (πληροφορική) file browser: βλ. συνώνυμο διαχειριστής αρχείων
    ※  Ο Περιηγητής Αρχείων επιτρέπει στον Διαχειριστή του περιοδικού να βλέπει και να διαχειρίζεται την ιεραρχία των αρχείων που φορτώνονται στο σύστημα[1]

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία