excursionniste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
excursionniste | excursionnistes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
excursionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη excursion
ενικός | πληθυντικός |
excursionniste | excursionnistes |
excursionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό