Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εκδρομέας οι εκδρομείς
      γενική του
του/της
εκδρομέα
εκδρομέως
των εκδρομέων
    αιτιατική τον/την εκδρομέα τους/τις εκδρομείς
     κλητική εκδρομέα εκδρομείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδρομέας < εκδρομ(ή) + (-εύς) -έας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκδρομέας αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία