Δείτε επίσης: ἐκδρομή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκδρομή οι εκδρομές
      γενική της εκδρομής των εκδρομών
    αιτιατική την εκδρομή τις εκδρομές
     κλητική εκδρομή εκδρομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκδρομή θηλυκό

  • ταξίδι μικρής διάρκειας για εκπαιδευτικούς ή ψυχαγωγικούς κυρίως λόγους
      Τα παιδιά πήγαν εκδρομή στο μουσείο φυσικής ιστορίας.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία