Δείτε επίσης: ἐκδρομή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκδρομή οι εκδρομές
      γενική της εκδρομής των εκδρομών
    αιτιατική την εκδρομή τις εκδρομές
     κλητική εκδρομή εκδρομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδρομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκδρομή (επίθεση) (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική excursion) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.ðɾoˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐δρο‐μή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκδρομή θηλυκό

  • ταξίδι μικρής διάρκειας για εκπαιδευτικούς ή ψυχαγωγικούς κυρίως λόγους
    Τα παιδιά πήγαν εκδρομή στο μουσείο φυσικής ιστορίας.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία