outing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
outing | outings |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαouting (en)
- η εκδρομή, ένα ταξίδι που πηγαίνω για αναψυχή ή εκπαίδευση, συνήθως με μια ομάδα ανθρώπων και δεν διαρκεί περισσότερο από μία ημέρα