εκδρομικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκδρομικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
εκδρομικός
- που έχει σχέση με τις εκδρομές ή με εκείνους που πηγαίνουν εκδρομές.
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκδρομικός
|
εκδρομικός
|