εκδράμω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκδράμω < αρχαία ελληνική ἐξέδραμον (θέμα: ἐκδραμ-),[1] αόριστος τού ἐκτρέχω < ἐκ + τρέχω ((σημασιολογικό δάνειο) νέα ελληνική εκδρομή)
Ρήμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκδράμω
|
- ↑ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *der- (τρέχω)
- ↑ εκδράμω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ εκδράμω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)