ἐκτρέχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἐκτρέχω | |
Παρατατικός | ἐξέτρεχον | |
Μέλλοντας | ἐκθρέξομαι & ἐκδραμοῦμαι |
|
Αόριστος | ἐξέδραμον | |
Παρακείμενος | ἐκδεδράμηκα | |
Υπερσυντέλικος | ἐξεδεδραμήκειν | |
Συντελ.Μέλλ. | ἐκδεδραμηκώς ἔσομαι |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐκτρέχω
- τρέχω προς τα έξω, βγαίνω έξω τρέχοντας
- φεύγω τρέχοντας
- εξορμώ
- επιτίθεμαι
- αυξάνομαι, μεγαλώνω (για ...κέρατα ή για φυτά)
- Ἡ δ’ (ἄπιος ἡ) φωκὶς κολουομένη βελτίων πρὸς δένδρωσιν οὐ πρὸς εὐκαρπίαν· ἐκτρέχει γὰρ ἄγαν μὴ κολουσθεῖσα καὶ γίνεται μονόκωλος καὶ ἀσθενὴς, εἰ δὲ μὴ παραβλαστάνουσα δενδροῦται. (Θεόφραστος, Περί φυτών αιτιών, 93, 14)
- υπερβαίνω