Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερτουρισμός οι υπερτουρισμοί
      γενική του υπερτουρισμού των υπερτουρισμών
    αιτιατική τον υπερτουρισμό τους υπερτουρισμούς
     κλητική υπερτουρισμέ υπερτουρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερτουρισμός < υπέρ + τουρισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική overtourism)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.peɾ.tu.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐του‐ρι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερτουρισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία