Μπαλί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Μπαλί < αγγλική Bali < μπαλινέζικη ᬩᬮᬶ (Bali) < σανσκριτική बलि-द्वीप (bali-dvīpa, νησιά προσφορών) ή σανσκριτική वली-द्वीप (valī-dvīpa, νησιά των κυμάτων)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /baˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπα‐λί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Μπαλί ουδέτερο άκλιτο
- νησί της Ινδονησίας, ανατολικά της Ιάβας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Μπαλί στη Βικιπαίδεια