• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μπαλινέζικα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μπαλινέζικα
      γενική των μπαλινέζικων
    αιτιατική τα μπαλινέζικα
     κλητική μπαλινέζικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαλινέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μπαλινέζικος < αγγλική Balinese < Bali < μπαλινέζικη ᬩᬮᬶ (Bali) < σανσκριτική बलि-द्वीप (bali-dvīpa, νησιά προσφορών) ή σανσκριτική वली-द्वीप (valī-dvīpa, νησιά των κυμάτων)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπαλινέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • η γλώσσα που μιλιέται στο Μπαλί

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • μπαλινέζικη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μπαλινέζικα
  • αγγλικά : Balinese (en)
  • γαλλικά : balinais (fr)
  • γερμανικά : Balinesisch (de)
  • ισπανικά : balinés (es)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μπαλινέζικα&oldid=6912950"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Ιουλίου 2024, στις 12:03

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Ιουλίου 2024, στις 12:03.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας