↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπαλινέζικος η μπαλινέζικη το μπαλινέζικο
      γενική του μπαλινέζικου της μπαλινέζικης του μπαλινέζικου
    αιτιατική τον μπαλινέζικο την μπαλινέζικη το μπαλινέζικο
     κλητική μπαλινέζικε μπαλινέζικη μπαλινέζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπαλινέζικοι οι μπαλινέζικες τα μπαλινέζικα
      γενική των μπαλινέζικων των μπαλινέζικων των μπαλινέζικων
    αιτιατική τους μπαλινέζικους τις μπαλινέζικες τα μπαλινέζικα
     κλητική μπαλινέζικοι μπαλινέζικες μπαλινέζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαλινέζικος < αγγλική Balinese + -ικος < Bali < μπαλινέζικη ᬩᬮᬶ (Bali) < σανσκριτική बलि-द्वीप (bali-dvīpa, νησιά προσφορών) ή σανσκριτική वली-द्वीप (valī-dvīpa, νησιά των κυμάτων)

  Επίθετο

επεξεργασία

μπαλινέζικος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία