Μπαλινέζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπαλινέζος < αγγλική Balinese + -ος < Bali < μπαλινέζικη ᬩᬮᬶ (Bali) < σανσκριτική बलि-द्वीप (bali-dvīpa, νησιά προσφορών) ή σανσκριτική वली-द्वीप (valī-dvīpa, νησιά των κυμάτων)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπαλινέζος αρσενικό (θηλυκό Μπαλινέζα)