Παρίσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Παρίσι | τα | Παρίσια |
γενική | του | Παρισιού | — | |
αιτιατική | το | Παρίσι | τα | Παρίσια |
κλητική | Παρίσι | Παρίσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια προφέρονται με συνίζηση. Ο πληθυντικός, όπως στη λογοτεχνία, την ποίηση. Δείτε και στην καθαρεύουσα το ουδέτερο «Παρίσιον» με γενική πληθυντικού «τῶν Παρισίων». | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παρίσι < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική Paris[1] + -ι < λατινική Parisii[1] (κελτικός λαός που έμενε στην περιοχή) < γαλατική *parios (καζάνι, μαρμίτα) < πρωτοκελτική *kʷaryos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷr̥-yos < *kʷer-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐ρί‐σι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαρίσι ουδέτερο
- η πρωτεύουσα της Γαλλίας
- → δείτε παράθεμα στο Παρίσια
Συνώνυμα
επεξεργασία- Παρίσια
- Παρίσιοι (αρσενικό, πληθυντικός στην καθαρεύουσα)
- απ' όπου οι εκφράσεις: εκ Παρισίων, (συμβαίνει) και εις Παρισίους
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Παρίσι στη Βικιπαίδεια
- Λουτέτια / Λουτεσία
- στα μεσαιωνικά ελληνικά: Παρίσιον
- στην καθαρεύουσα: Παρίσιον
Μεταφράσεις
επεξεργασία Παρίσι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)