μπισλάμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπισλάμα < μεταγραφή για την αγγλική Bislama
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπισλάμα άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Bislama στην αγγλική Βικιπαίδεια
- κωδικός γλώσσας: bi
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπισλάμα
|