Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     πληθυντικός  
ουδέτερο ουδέτερο αρσενικό
ονομαστική τὸ Παρίσιον τὰ Παρίσια οἱ Παρίσιοι
      γενική τοῦ Παρισίου τῶν Παρισίων τῶν Παρισίων
      δοτική τῷ Παρισί τοῖς Παρισίοις τοῖς Παρισίοις
    αιτιατική τὸ Παρίσιον τὰ Παρίσια τοὺς Παρισίους
     κλητική ! Παρίσιον Παρίσια Παρίσιοι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παρίσιον → δείτε τη λέξη Παρίσι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παρίσιον ουδέτερο με δύο πληθυντικούς

  • (καθαρεύουσα) τo Παρίσι
    ※  1791 Αδαμάντιος Κοραής, επιστολή του 1791 στο Επιστολαί Αδαμαντίου Κοραή, Νικόλαος Μ. Δαμαλάς (επιμ.), Εν Αθήναις:Τύποις των αδελφών Περρή, 1885, Τόμος 1ος, @books.google, παρουσίαση στο ※  @ebooks.edu.gr σε μονοτονικό
    Ἴσως ἤκουσας, ὅτι ἀποθανόντα τὸν περίφημον Βολταῖρον, ὁ κλῆρος τοῦ Παρισίου δὲν ἐσυγχώρησε νὰ θάψωσιν εἰς τὸ Παρίσιον, ἀλλ’ ἔκαμαν εἰς τρόπον ὥστε ἠναγκάσθησαν οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι του νὰ τὸν θάψωσι πολλὰς λεύγας μακρὰν ἀπὸ τὸ Παρίσιον· Ἡ πρόφασις τῶν καλογήρων ἦτον ὅτι ὁ Βολταῖρος ἦτον ἀσεβέστατος ἄνθρωπος