κριμαϊκά ταταρικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
κριμαϊκά ταταρικά θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κριμαϊκά ταταρικά
![]() |
κριμαϊκά ταταρικά θηλυκό, μόνο στον ενικό