Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θανατοτουρισμός οι θανατοτουρισμοί
      γενική του θανατοτουρισμού των θανατοτουρισμών
    αιτιατική τον θανατοτουρισμό τους θανατοτουρισμούς
     κλητική θανατοτουρισμέ θανατοτουρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θανατοτουρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thanatourism. Μορφολογικά αναλύεται σε θάνατ(ος) + -ο- + τουρισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θανατοτουρισμός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία