θανατοτουρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θανατοτουρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thanatourism. Μορφολογικά αναλύεται σε θάνατ(ος) + -ο- + τουρισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθανατοτουρισμός αρσενικό
- (νεολογισμός, κοινωνιολογία, πολιτισμικές σπουδές) τουριστική δραστηριότητα που αφορά επισκέψεις χώρων ή τοποθεσιών που σχετίζονται με το θάνατο και την οδύνη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θανατοτουρισμός