αλητοτουρίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλητοτουρίστας αρσενικό (θηλυκό αλητοτουρίστρια)
- (μειωτικό) τουρίστας που φαίνεται να μην έχει πολλά χρήματα, ταξίδευει με σακίδιο στην πλάτη, δείχνει κακοντυμένος και συνήθως διανυκτερεύει στην ύπαιθρο (ελεύθερο κάμπινγκ)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλητοτουρίστας
|